σφηνώνω

σφηνώνω
σφήνωσα, σφηνώθηκα, σφηνωμένος
1. στερεώνω με σφήνα: Σφήνωσε το δοκάρι για να μην κουνιέται.
2. βάζω σφιχτά κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή ανάμεσα σε δύο πράγματα: Σφηνώθηκε στην τρύπα ο ποντικός και δεν μπορεί να βγει.
3. αμτβ., κλείνω σφιχτά, μπαίνω μέσα σε κάτι και δεν είναι εύκολο να βγω: Σφήνωσε το έμβολο της σύριγγας και δε βγαίνει. – Σφήνωσε το παράθυρο και δεν ανοίγει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφηνώνω — σφηνώνω, σφήνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • συσφηνώνω — Ν [σφηνώνω] σφηνώνω κάτι, τό συμπιέζω …   Dictionary of Greek

  • αποσφηνώ — ἀποσφηνῶ ( όω) (AM) σφηνώνω καλά, στερεώνω γερά αρχ. (με άσεμνη σημασία) καρφώνω σφήνα …   Dictionary of Greek

  • διαπηγνύω — (Α διαπηγνύω) παρεμβάλλω ή μπήγω κάτι ανάμεσα σε διάφορα πράγματα για να τά στερεώσω αρχ. 1. μπήγω, σφηνώνω 2. σκληραίνω κάτι παγώνοντάς το …   Dictionary of Greek

  • εμβάλλω — (AM ἐμβάλλω) 1. βάζω, ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. μπήγω, σφηνώνω 3. (για πλοίο) κάνω εμβολή νεοελλ. φρ. «εμβάλλω σε σκέψεις, σε ανησυχία κ.λπ.» προκαλώ σκέψεις, ανησυχίες κ.λπ. αρχ. Ι. 1. αφήνω κάτι να πέσει 2. ακουμπώ, τοποθετώ 3. προκαλώ τη …   Dictionary of Greek

  • εμμάσσομαι — ἐμμάσσομαι και αττ. τ. ἐμμάττομαι (Α) 1. ζυμώνω 2. σφηνώνω, μπήγω …   Dictionary of Greek

  • εμπήγω — και μπήγω (AM ἐμπήγνυμι και ἐμπηγνύω) μπήγω, σφηνώνω, καρφώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να παγώσει 2. μέσ. ἐμπήγνυμαι προσηλώνομαι, προσκολλώμαι σε κάτι ή κάποιον 3. παθ. παγώνω, πεθαίνω από ψύξη …   Dictionary of Greek

  • εμφυτεύω — (AM ἐμφυτεύω) 1. φυτεύω μέσα, σφηνώνω, εμβάλλω, μπήγω 2. παραχωρώ σε κάποιον αγροτικό κτήμα με ενοίκιο και με δικαίωμα εμφυτεύσεως αρχ. 1. ενοφθαλμίζω 2. μτφ. εμπνέω, εμφυσώ («τὸν φόβον σου ἐμφύτευσον εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν») 3. μτφ. επιβάλλω με τη …   Dictionary of Greek

  • εναποσφηνώ — ἐναποσφηνῶ ( όω) (Α) σφηνώνω μέσα σε κάτι, σφίγγω, μαγγώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”